- ἐπιχέζω
- ἐπιχέζω, [tense] fut. -χεσοῦμαι,A ease oneselfupon, Ar.Lys.440,Ec.640: [tense] pf.,
ἐπικέχοδα Id.Av.68
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπικέχοδα Id.Av.68
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιχέζω — ἐπιχέζω (Α) χέζω επάνω σε κάποιον ή σε κάτι … Dictionary of Greek
επικεχοδώς — ἐπικεχοδώς, ὁ (Α) (μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. ἐπιχέζω ως ουσ.) σκωπτική ονομασία πτηνού … Dictionary of Greek